αγουροθερίζω

αγουροθερίζω
αγουροθέρισα, αγουροθερίστηκα, αγουροθερισμένος, θερίζω πριν την ώρα· η μτχ. παθ. πρκ. αγουροθερισμένος μτφ. και για κείνον που πεθαίνει πριν την ώρα του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αγουροθερίζω — 1. θερίζω τα σιτηρά πρόωρα, προτού ωριμάσει ο καρπός τους 2. (η μτχ. παθ. πρκ.) αγουροθερισμένος, η, ο αυτός που πέθανε πρόωρα …   Dictionary of Greek

  • άγουρος — η, ο (Μ το αρσ. ἄγουρος ως ουσ.) (για πρόσωπα) αυτός που δεν ωρίμασε, δεν ενηλικιώθηκε ακόμη, νέος άντρας, παληκάρι νεοελλ. 1. αυτός που δεν πήρε ακόμη την τελική του μορφή, που δεν ολοκληρώθηκε 2. αυτός που δεν ωρίμασε διανοητικά, ανώριμος,… …   Dictionary of Greek

  • αγουρο- — θ. τού επιθ. άγουρος ως α συνθετικό που δηλώνει: 1. τους πρώιμους καρπούς (αγουροδαμάσκηνο, αγουρόμηλο, αγουρόσυκο) 2. ότι κάτι γίνεται πρόωρα, πριν από την καθορισμένη ώρα (αγουρογεννώ, αγουρογερνώ, αγουροθερίζω, αγουροξυπνώ, αγουροπεθαίνω) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”